αυτεπιστασία

αυτεπιστασία
denetimini elinde tutma

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτεπιστασία — η (Μ αὐτεπιστασία) αυτοπρόσωπη επιστασία, δηλαδή επίβλεψη και παρακολούθηση κατά την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου έργου …   Dictionary of Greek

  • αυτεπιστασία — η επίβλεψη της καλλιέργειας κτήματος από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτεπιστασίας — αὐτεπιστασίᾱς , αὐτεπιστασία to be present oneself fem acc pl αὐτεπιστασίᾱς , αὐτεπιστασία to be present oneself fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”